ορύσσω

ορύσσω
και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω)
σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω υπόγεια φωλιά και ανυψώνω το χώμα πάνω από αυτήν
2. κατασκευάζω, σχηματίζω διώρυγα («ταύτη ὁ ἰσθμός ἐστι, τὸν ὤρυσσον», Ηρόδ.)
3. εξάγω ορυκτή ύλη με εκσκαφή τής γης, εξορύσσω («λίθους ὠρύξατο», Ηρόδ.)
4. (κατ' επέκτ.) αφαιρώ μαλακό τμήμα από κοιλότητα τού σώματός μου («ὀφθαλμὸν ὤρυττέν τις ὥσπερ ἰχθύος», Αντίφιλλ.)
5. σκάβω προκειμένου να κρύψω κάτι, θάβω, παραχώνω («κρύψω τόδ ἔγχος τοὐμόν..., γαίας ὀρύξας ἔνθα μή τις ὄψεται», Σοφ.)
6. φρ. «πὺξ ὀρύσσω»
(για παλαιστή) καταφέρω ισχυρό κτύπημα στον αντίπαλό μου, βυθίζω τη γροθιά μου στο σώμα του
7. (το ουδ. μτχ. παθ. αόρ. ως ουσ.) τo ὀρυχθέν
όρυγμα, τάφρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀρύσσω (< *ορύχ-) με δασύ σύμφωνο και προθεματικό φωνήεν ο- (που οφείλεται πιθ. σε λαρυγγικό φθόγγο) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *reuk- μαδώ, γδέρνω» και συνδέεται με λατ. runco «σκαλίζω» (με έρρινο επίθημα) και αρχ. ινδ. luncati «αποσπώ» (με -l- αντί r-). Το δασύ σύμφωνο τού θέματος (αντί τού ΙΕ -κ-) που εμφανίζεται μόνο στην Ελληνική μπορεί να οφείλεται σε εκφρατικούς λόγους. Οι τ. τού ρήματος με ηχηρό ουρανικό σύμφωνο -γ-, ὤρυγον, ὠρύγην είναι μτγν., όπως και ο ενεστ. τ. ὀρύχω (με αυθαίρετο σχηματισμό χωρίς ενεστωτικό επίθημα). Η σύνδεση τού ρήματος με τους τ. οὐροί* και ὄρος* (Ι) δεν φαίνεται πιθανή. Το ὀρύσσω, τέλος, εμφανίζετι ως Β' συνθετικό με την μορφή -ώρυξ με «έκταση εν συνθέσει» (πρβλ. δι-ώρυξ, κοχλι-ώρυξ αξιν-ώρυξ, κατ-ώρυξ).
ΠΑΡ. όρυγμα, ορύκτης, ορυκτός, όρυξ, όρυξις, ορυχή
αρχ.
ορυγεύς, ορυγμός, ορυκτήρ, ορύκτωρ, όρυς
(αρχ.-μσν) ορυγή
μσν.
ορυκτήριος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανορύσσω, διορύσσω, εξορύσσω, κατορύσσω, περιορύσσω
αρχ.
αντιδιορύσσω, εγκατορύσσω, επορύσσω, παρορύσσω, συγκατορύσσω, συνεξορύσσω, υποκατορύσσω, υπορύσσω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀρύσσω — ὀρύ̱σσω , ὀρύσσω dig pres subj act 1st sg ὀρύ̱σσω , ὀρύσσω dig pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορύσσω — όρυξα, ορύχτηκα, ορυγμένος, ανοίγω με σκάψιμο, σκάβω: Ορύσσω τάφρο, υπόνομο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀρωρυγμένα — ὀρύσσω dig perf part mp neut nom/voc/acc pl ὀρωρυγμένᾱ , ὀρύσσω dig perf part mp fem nom/voc/acc dual ὀρωρυγμένᾱ , ὀρύσσω dig perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρωρυγμέναι — ὀρύσσω dig perf part mp fem nom/voc pl ὀρωρυγμένᾱͅ , ὀρύσσω dig perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρωρυγμένον — ὀρύσσω dig perf part mp masc acc sg ὀρύσσω dig perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρωρυγμέναις — ὀρύσσω dig perf part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρωρυγμένη — ὀρύσσω dig perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρωρυγμένης — ὀρύσσω dig perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρωρυγμένοι — ὀρύσσω dig perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρωρυγμένος — ὀρύσσω dig perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”